ἀλετρίς — female slave who grinds corn fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδα — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδες — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδι — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδος — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλετρίδων — ἀλετρίς female slave who grinds corn fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλεστρίς — ἀλεστρίς ( ίδος), η (Α) η γυναίκα που αλέθει, η μυλωνού. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τής λ. ἀλετρίς*] … Dictionary of Greek
αλετρεύω — (I) ἀλετρεύω (Α) [ἀλετρίς] αλέθω. (II) οργώνω με αλέτρι, αλετρίζω, οργώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλέτρι ή απευθείας από το αρχ. ἀροτρεύω, με αφομοιωτική τροπή του ο σε ε και ανομοιωτική τροπή τού ρ σε λ . ΠΑΡ. νεοελλ. αλετρευτής] … Dictionary of Greek
αλώ — ἀλῶ ( έω) (Α) 1. (στον Όμηρο μόνο ως κατ αλῶ) συντρίβω, μεταβάλλω σε σκόνη, αλέθω 2. φρ. «βίος ἀληλεμένος», ζωή πολιτισμένη, άνετη (δηλ. πολιτιστική κατάσταση, όπου γίνεται χρήση αλεσμένου σιταριού και όχι καρπών στη φυσική τους κατάσταση).… … Dictionary of Greek
επαλετρεύω — ἐπαλετρεύω (Α) αλέθω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αλετρεύω (< αλετρίς < αλώ «αλέθω»)] … Dictionary of Greek